- υπεριωδικός
- -ή, -ό, Νχημ. φρ. α) «υπεριωδικό άλας» — άλας τού υπεριωδικού οξέοςβ) «υπεριωδικό οξύ» — ανόργανη χημική ένωση τού ιωδίου, που παρασκευάζεται με επίδραση ιωδίου σε πυκνό υπερχλωρικό οξύ ή με ηλεκτρόλυση τού ιωδικού οξέος σε χαμηλή θερμοκρασία.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. periodic (acid) < λατ. per, το οποίο αποδόθηκε στον ελλ. τ. με το υπέρ- + iodic (< ιωδικός). Η λ., στον λόγιο τ. τού ουδ. ὑπεριωδικόν (οξύ), μαρτυρείται από το 1887 στον Αν. Κ. Χρηστομάνο].
Dictionary of Greek. 2013.